Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Σ' αυτούς που φιλοτέχνησαν την ελευθερία μας

Τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στο χωριό της μητέρας μας, χαρούμενες ξεκινούσαμε κάθε μέρα για τη θάλασσα. Την ίδια περίπου ώρα με μας έφτανε στην παραλία και ο κυρ-Γιώργος, θέαμα παράξενο στα παιδικά μας μάτια, μα και συγκινητικό ... Ο κυρ-Γιώργος, για να μπει στη θάλασσα, έπρεπε να βγάλει τα τεχνητά του πόδια και πολύ προσεκτικά με τη βοήθεια της γυναίκας του να μπει να κολυμπήσει. Τα αληθινά του πόδια τα άφησε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου...
Στον κυρ-Γιώργο, λοιπόν, και σε όσους έδωσαν χωρίς δεύτερη σκέψη τα πάντα για την ελευθερία της Πατρίδας, για τη δική μας ελευθερία, ένα μεγάλο ευχαριστώ...

 

Απ' το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη

Πορεία προς το μέτωπο (28η Οκτωβρίου 1940)

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν
οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο
μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και
στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας
τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από
τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ΄χαν λευκάνει
απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουλγάρων και Τούρκων.
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι - πλάι, διαβαίναμε
τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε
ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ' τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε
το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που
καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και
το γρήγορο των πολυβόλων.
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.
Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά,
που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
«Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους,
κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και
στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.



Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Κουτάκια αποθήκευσης

Δύο κουτάκια που έφτιαξα για να αποθηκεύουμε τα τετραδιάκια των παιδιών του κατηχητικού μου...
Είναι κουτιά από παπούτσια. Στο πρώτο χρησιμοποίησα βελουτέ χαρτί, πεταλούδες από χοντρή τσόχα και πολύχρωμα λουλουδάκια(μη με ρωτήσετε από τί υλικό είναι φτιαγμένα, δεν έχω ιδέα!).
Στο δεύτερο χρησιμοποίησα πολύχρωμα χαρτόνια και μωβ κορδελίτσα.
Ελπίζω να σας αρέσουν - και το σημαντικότερο: ελπίζω να αρέσουν στα παιδιά!








 

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Βραβειάκι!!!

Χαίρετε! 
Πήραμε το πρώτο μας βραβειάκι και ευχαριστούμε πολύ τη Μαρία από το Δια χειρός Μελιτινής.

Και οι κανόνες για το βραβείο:






1.Να δημιουργήσετε link για το Blog που παραλάβατε το βραβείο

2.Να τοποθετήσετε το βραβείο στο post σας.. 

3.Να δώσετε με τη σειρά σας το βραβείο σε 5 blogs με λιγότερους από 200 followers. 

4.Να ειδοποιήσετε τα 5 blogs που επιλέξατε για το βραβείο.


Έτσι, με τη σειρά μας χαρίζουμε το βραβειάκι στα παρακάτω blogs:

1. Στη Βάσω από το Δια χειρός Βασιλικής
2. Στη Μαρία και στη Νάνσυ από το the red button
3. Στη Σίνα από το Είμαι παιδί
4. Στην Εύη από το amanoevdokia
5. Στην Μαργαρίτα από την oniropagida

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Διακοσμημένο κουτάκι


Κουτί από πεπιεσμένο χαρτί, διάμετρος 16 εκατ., ύψος 5.5 εκατ. 
Διακοσμημένο με την τεχνική ντεκουπάζ και κρακελέ. 
Τα χρώματα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ροζ και ασημί.